- λακτίζω
- (AM λακτίζω)1. χτυπώ με το πόδι, ιδίως με τη φτέρνα, χτυπώ με λακτίσματα, κλοτσώ («βοῡς ὁ λακτίσας ὑμᾱς», Ηρώνδ.)2. μτφ. εκδιώκω κάποιον, περιφρονώ κάποιονμσν.(για ιππέα) παροτρύνω τον ίππο χτυπώντας τον με τον πτερνιστήρα ή με τη φτέρνααρχ.1. μτφ. χτυπώ κάποιον ή κάτι με ορμή («κραδία δὲ φόβω φρένα λακτίζει», Αισχύλ.)2. καταστρέφω κάτι ιερό ποδοπατώντας το, ασεβώ («λακτίσαντι μέγαν Δίκας βωμὸν εἰς ἀφάνειαν», Αισχύλ.)3. (για πόρτα) κρούω με το πόδι («ἀμερίμνως τὴν θύραν λελάκτικας», Αριστοφ.)4. μέσ. λακτίζομαι (με ενεργ. σημ.) κλοτσώ5. παροιμ. α) «πρὸς κῡμα λακτίζω» — ματαιοπονώβ. «πρὸς κέντρα λακτίζω» — λέγεται για μάταιη, ανόητη και καταστρεπτική για τον επιτιθέμενο επίθεση.[ΕΤΥΜΟΛ. < λάξ, κατά τα ρ. σε -τίζω].
Dictionary of Greek. 2013.